ξυλοθραύστης

ξυλοθραύστης
ο
αυτός που σπάζει ξύλα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ξυλοθραύστης — ο αυτός που σπάζει ξύλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλο + θραύστης (< θραύω), πρβλ. καρυο θραύστης. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • Φιλιππότης, Δημήτριος — (Πύργος, Τήνος 1839 – Αθήνα 1919). Έλληνας γλύπτης. Γεννημένος στο τηνιακό χωριό με τη μεγάλη παράδοση στη μαρμαρογλυπτική και στις τέχνες, βρέθηκε από μικρός σε περιβάλλον ευνοϊκό για το ταλέντο του. Ακολούθησε πρώτα τον πατέρα του, που ήταν… …   Dictionary of Greek

  • θραύστης — ὁ (Α θραύστης) νεοελλ. ο θραυστήρας αρχ. αυτός που θραύει, αυτός που συντρίβει. [ΕΤΥΜΟΛ. < θραύω. ΣΥΝΘ. (Β συνθετικό) κοκκοθραύστης νεοελλ. αμυγδαλοθραύστης, θαλασσοθραύστης, καρυοθραύστης, κεφαλοθραύστης, κρανιοθραύστης, κυματοθραύστης,… …   Dictionary of Greek

  • ξύλο — Φυτικός ιστός, που σχηματίζει, στον βλαστό και στις ρίζες των φυτών, το ξυλώδες αγγειακό τμήμα των ηθμαγγειωδών δεσμίδων, ή σύστημα των αγωγών αγγείων· με το σύστημα αυτό μεταφέρεται και κυκλοφορεί ο ακατέργαστος χυμός, δηλαδή το νερό και οι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”